- ἱκνεῖται
- ἱκνέομαιcomepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… … Dictionary of Greek
ἱκνεῖθ' — ἱ̱κνεῖτο , ἱκνέομαι come imperf ind mp 3rd sg (attic epic) ἱκνεῖτο , ἱκνέομαι come pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἱκνεῖται , ἱκνέομαι come pres ind mp 3rd sg (attic epic) ἱκνεῖτο , ἱκνέομαι come imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)